- προσδεσμεύω
- προσ-δεσμεύω,A bind on or to,
τι πρός τι D.S.4.59
;κατ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκρούς Iamb.Protr.8
; τι περί τι Sch.Ar.V.580 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., Aët.6.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τι πρός τι D.S.4.59
;κατ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκρούς Iamb.Protr.8
; τι περί τι Sch.Ar.V.580 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., Aët.6.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσδεσμεύω — Α δένω κάτι με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
προσδεσμευθῆναι — προσδεσμεύω bind on aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμευόμενα — προσδεσμεύω bind on pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμευόμενος — προσδεσμεύω bind on pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύειν — προσδεσμεύω bind on pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύεται — προσδεσμεύω bind on pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύονται — προσδεσμεύω bind on pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύοντας — προσδεσμεύω bind on pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύοντες — προσδεσμεύω bind on pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμεύων — προσδεσμεύω bind on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεσμώ — έω, Α προσδεσμεύω* … Dictionary of Greek